ἀμφινοέω
English (LSJ)
A think both ways, be in doubt, ἀμφινοῶ τόδε, πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω S.Ant.376.
German (Pape)
[Seite 141] von zwei Seiten überlegen, zweifelhaft sein, εἰς δαιμόνιον τέρας, über das Wunderzeichen, Soph. Ant. 372.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφινοέω: ἀπορῶ ἂν πρέπει νὰ πιστεύσω τι, ἐξίσταμαι, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε. πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω...; Σοφ. Ἀντ. 376.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être dans le doute, εἴς τι sur qch.
Étymologie: ἀμφί, νοέω.
Spanish (DGE)
estar en suspenso, dudar ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε ante este prodigio divino mi mente queda perpleja S.Ant.376.
Greek Monotonic
ἀμφινοέω: μέλ. -ήσω, σκέφτομαι με δύο τρόπους, βρίσκομαι σε διχογνωμία, σε αμφιβολία, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφινοέω: сомневаться, колебаться: ἀ. ἔς τι Soph. быть в недоумении относительно чего-л.