ὀλέκρανον
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
v. ὠλέκρανον.
German (Pape)
[Seite 319] τό, = ὠλέκρανον, Ar. Pax 435, s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλέκρᾱνον: ὀλεκρανίζω, ἴδε ἐν λέξ. ὠλ-.
Greek Monolingual
ὀλέκρανον, τὸ (Α)
βλ. ωλέκρανον.
Greek Monotonic
ὀλέκρᾱνον: τό, Αττ. αντί ὠλέκρανον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλέκρᾱνον: τό локтевой сгиб, локоть Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: point of the elbow
See also: s. ὠλέκρανον.
Middle Liddell
ὀλέκρᾱνον, ου, τό, attic for ὠλέκρανον, Ar.]
Frisk Etymology German
ὀλέκρανον: {olékranon}
Grammar: n.
Meaning: Kopf des Ellenbogenknochens
See also: s. ὠλέκρανον.
Page 2,375