ἐνδιάγω
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
[ᾰ], A pass one's life in, ἐν τοῖς στρατιωτικοῖς καταλόγοις Heph.Astr.1.1; f. l. for ἐνδιάω in AP5.291 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιάγω: διέρχομαι τὴν ζωήν μου ἔν τινι τόπῳ ἢ πράγματι, πλημμελὴς γραφὴ ἐν Ἀνθ. Π. 5. 292, ἀντὶ τοῦ ἐνδιάω.
Spanish (DGE)
pasar la vida στρατιωτικοῖς καταλόγοις Heph.Astr.Epit.4.1.69, τῷ θεῷ ... ᾄδοντας ... ἐνδιάγοντας κελεύει (el Espíritu Santo) ordena cantar sin descanso a Dios ref. a los cristianos, Iust.Phil.Dial.74.3.