διαγιγνώσκω
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
Ion. and later Att. δια-γῑνώσκω, fut.
A -γνώσομαι D.50.1:—know one from the other, distinguish, discern, εὖ διαγιγνώσκοντες Il.23.240; ἔνθα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον 7.424, cf. Ar.Pl. 91; δ. εἰ ὅμοιοί εἰσι to distinguish whether they are equals or no, Hdt.1.134; οὐδ' ἂν . . διαγνοίη, λίνου ἢ καννάβιός ἐστι Id.4.74; δ. τὴν βοὴν ὁποτέρα μείζων Th.1.87; δ. διότι . . Arist.Pol.1266b16; δ. πότερον... ἤ . . Id.Mete.389a5; δ. τὸν καλόν τε καὶ αἰσχρὸν ἔρωτα Pl. Smp.186c; δ. τὸ ὀρθὸν καὶ μή Aeschin.3.199; δ. τὴν θήλειαν καὶ τὸν ἄρρενα Arist.HA613a16; δ. τοὺς νεωτέρους καὶ πρεσβυτέρους ἐκ τῶν ὀδόντων ib.501b11; δ. ὑμᾶς ὄντας .., i.e. δ. ὑμῶν οἵτινές εἰσιν .., Ar.Eq.518:—Pass., τὸν χαλκὸν μὴ διαγινώσκεσθαι τῇ χροᾷ πρὸς τὸν χρυσόν Arist.Mir.834a2, cf. Thphr.HP5.3.2; to be distinguished, celebrated, ἀρεταῖς Pi.Pae.4.21. 2 discern exactly, perceive, descry, τι S.El.1186; δ. ὅτι . . Isoc.3.47. 3 Medic., form a diagnosis, Erasistr. ap. Gal.8.14. II determine by vote or otherwise, c. inf., Hdt.6.138, Luc.Am.9, Hdn.4.4.2:—Pass., impers. διέγνωστο αὐτοῖς λελύσθαι τὰς σπονδάς Th.1.118. 2 law-term, determine or decide a suit, δίκην A.Eu.709, cf.IG5(2).159 (Tegea, v B. C.), Antipho 6.3; τὰ ἀμφισβητήσιμα Id.2.1.1; give judgement, περί τινος Th.4.46, Lys.7.22, D.28.10; take cognizance of an action, PPetr.3p.118 (iii B. C.), etc.:—Pass., διεγνωσμένη κρίσις Th.3.53; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lexap.D.21.94. III = διαναγιγνώσκω (which shd. perh. be read), read through, Plb.3.32.2, Ph.2.555,al.