διαναγιγνώσκω
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
read through, Isoc.12.201, Plb.31.21.9; Δημόκριτον πάντα δ. Damox.2.13:—Pass., D.C.58.10.
Spanish (DGE)
leer de arriba a abajo τὸν λόγον Isoc.12.201, μὴ Δημόκριτόν τε πάντα διανεγνωκότα Damox.2.13, βίβλους τετταράκοντα Plb.3.32.2 (cj.), (τὴν ἐπιστολήν) Plb.21.11.3 (cj.), cf. POxy.3356.10 (I d.C.), τόν τε περὶ τῆς ἱππικῆς ... λόγον Hippiatr.1.11, cf. Isoc.12.241, D.C.58.10.7
•ref. a textos sujetos a interpretación leer con detenimiento, leer reflexivamente τὸ πιττάκιον Plb.31.13.9, cf. 14.1, ἀπολογίαν D.L.2.40, τὰ μὲν σημεῖα ταῦτα καὶ τὰ βιβλία D.S.3.66, τὸ Δελφικὸν γράμμα Ph.2.555, τὰ ἐπισταλέντα Ph.2.577, cf. 575, 594.
German (Pape)
[Seite 591] (s. γιγνώσκω), durchlesen; λόγον, Isocr. 12, 201; Δημόκριτον πάντα διανεγνωκώς Damox. Ath. III, 102 (v. 13); Pol. 31, 21 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
f. διαναγνώσομαι, etc.
lire d'un bout à l'autre.
Étymologie: διά, ἀναγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
διαναγιγνώσκω: прочитывать (τι Isocr., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
διαναγιγνώσκω: μέλλ. -γνώσομαι, ἀναγινώσκω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, Ἰσοκρ. 275Α, Πολύβ. 31. 21, 9· Δημόκριτον πάντα δ. Δαμόξ. Συντρ. 1. 13.
Greek Monolingual
διαναγιγνώσκω (Α)
διαβάζω κάτι με προσοχή, απ' την αρχή ώς το τέλος.
Greek Monotonic
διαναγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, διαβάζω από την αρχή ως το τέλος, σε Ισοκρ.