διαναγιγνώσκω

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαναγιγνώσκω Medium diacritics: διαναγιγνώσκω Low diacritics: διαναγιγνώσκω Capitals: ΔΙΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: dianagignṓskō Transliteration B: dianagignōskō Transliteration C: dianagignosko Beta Code: dianagignw/skw

English (LSJ)

read through, Isoc.12.201, Plb.31.21.9; Δημόκριτον πάντα δ. Damox.2.13:—Pass., D.C.58.10.

Spanish (DGE)

leer de arriba a abajo τὸν λόγον Isoc.12.201, μὴ Δημόκριτόν τε πάντα διανεγνωκότα Damox.2.13, βίβλους τετταράκοντα Plb.3.32.2 (cj.), (τὴν ἐπιστολήν) Plb.21.11.3 (cj.), cf. POxy.3356.10 (I d.C.), τόν τε περὶ τῆς ἱππικῆς ... λόγον Hippiatr.1.11, cf. Isoc.12.241, D.C.58.10.7
ref. a textos sujetos a interpretación leer con detenimiento, leer reflexivamente τὸ πιττάκιον Plb.31.13.9, cf. 14.1, ἀπολογίαν D.L.2.40, τὰ μὲν σημεῖα ταῦτα καὶ τὰ βιβλία D.S.3.66, τὸ Δελφικὸν γράμμα Ph.2.555, τὰ ἐπισταλέντα Ph.2.577, cf. 575, 594.

German (Pape)

[Seite 591] (s. γιγνώσκω), durchlesen; λόγον, Isocr. 12, 201; Δημόκριτον πάντα διανεγνωκώς Damox. Ath. III, 102 (v. 13); Pol. 31, 21 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. διαναγνώσομαι, etc.
lire d'un bout à l'autre.
Étymologie: διά, ἀναγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

διαναγιγνώσκω: прочитывать (τι Isocr., Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διαναγιγνώσκω: μέλλ. -γνώσομαι, ἀναγινώσκω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, Ἰσοκρ. 275Α, Πολύβ. 31. 21, 9· Δημόκριτον πάντα δ. Δαμόξ. Συντρ. 1. 13.

Greek Monolingual

διαναγιγνώσκω (Α)
διαβάζω κάτι με προσοχή, απ' την αρχή ώς το τέλος.

Greek Monotonic

διαναγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, διαβάζω από την αρχή ως το τέλος, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
to read through, Isocr.