κολλυβιστικός
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ή, όν, A of a money-changer, τράπεζα Ostr.Strassb.9 (iii B.C.), BGU1118.23 (i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1473] zum Geldwechsler gehörig, σύμβολα Sp.
Greek Monolingual
κολλυβιστικός, -ή, -όν (Α) κολλυβιστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολλυβιστή, τον αργυραμοιβό.