λυκεία

From LSJ
Revision as of 18:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκεία Medium diacritics: λυκεία Low diacritics: λυκεία Capitals: ΛΥΚΕΙΑ
Transliteration A: lykeía Transliteration B: lykeia Transliteration C: lykeia Beta Code: lukei/a

English (LSJ)

ἡ, A helmet of wolf-skin, Plb.6.22.3.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκεία: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 22, 3.

Greek Monolingual

λυκεία, ἡ (Α) λύκειος
περικεφαλαία από δέρμα λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου χάριν», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

λῠκεία: ἡ шлем из волчьей шкуры Polyb.