αἰτηματώδης
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ες, A question-begging, Plu.2.694f.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτηματώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος αἰτήματι, Πλουτ. 2. 694F.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a le caractère d’un postulat.
Étymologie: αἴτημα, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
que es una petición de principio, que se basa en un círculo vicioso τὸ δὲ σύντηγμα τὴν θερμότητα ποιεῖν ... αἰτηματῶδες εἶναι pero (decía) que (la teoría de que) el calor produjera licuefacción ... era un círculo vicioso Plu.2.694e.
Greek Monolingual
αἰτηματώδης, -ες (Α) αἴτημα
ο όμοιος με αίτημα.
Russian (Dvoretsky)
αἰτημᾰτώδης: филос. принимаемый в виде необходимого предположения, имеющий характер постулата Plut.