παρατράχηλος

From LSJ
Revision as of 10:20, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατράχηλος Medium diacritics: παρατράχηλος Low diacritics: παρατράχηλος Capitals: ΠΑΡΑΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: paratráchēlos Transliteration B: paratrachēlos Transliteration C: paratrachilos Beta Code: paratra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A with the neck on one side, of the statues of Alexander by Lysippus, Tz.H.8.421:—Verb παρατρᾰγῳδ-έω, ib.11.100.

German (Pape)

[Seite 503] den Kopf auf die Seite hangen lassend, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

παρατράχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για τους ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το κεφάλι του να κλίνει προς τη μία πλευρά, που ο τράχηλός του γέρνει προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τράχηλος.