πενθεριδεύς
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
έως, ὁ, A brother-in-law, CIG4079 (Ancyra), Keil-Premerstein Erster Bericht No.137 (Daldis), 149 (Gordos), Zweiter Bericht No.145(ibid.), BCH8.382, 386 (Lydia):—later πενθερ-ίδης, ου, ὁ, PLond. 5.1676.8, 37 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
πενθερῐδεύς: έως, ὁ, τοῦ πενθεροῦ υἱός, ἀνδράδελφος, ἢ γυναικάδελφος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4079.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
ο γιος του πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. -ιδεύς (πρβλ. αδελφ-ιδεύς), κατά τα λυκ-ιδεύς, αετ-ιδεύς].