συνευνάζομαι
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
French (Bailly abrégé)
ao. συνηυνάσθην;
s'unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.
Greek Monotonic
συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συνευνάζομαι: вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).
Middle Liddell
Pass. to lie with, Pind., Soph.