ἀφιλία
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ἡ, A want of friends, Arist.EN1115a11, Rh.1386a9, Phld.Oec.p.67J., Plu.Sol.7.
German (Pape)
[Seite 411] ἡ, Freundelosigkeit, Arist. Nic. 3, 6 Plut. Sol. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλία: ἡ, τὸ μὴ ἔχειν φίλους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6., 3, Ρητ. 2. 8, 10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 carencia de amigos considerada como un mal, Arist.EN 1115a11, Rh.1386a9, τὴν ἀφιλίαν καὶ τὴν ἐρημίαν δεινότατον (εἶναι) Arist.EE 1234b33, ἀ. δοκεῖ μὲν ἀφαλωμάτων κουφίζειν Phld.Oec.p.67, δεῖ ... πεφράχθαι μήτε ἀφιλίᾳ πρὸς φίλων ἀποβολήν Plu.Sol.7, cf. 2.606e
•falta de afecto τὸ τῆς ἀφιλίας μοι βαρύτερον Charito 5.1.5.
2 firmeza, fortaleza de ánimo Hsch.
Greek Monolingual
η (AM ἀφιλία)
η έλλειψη φίλων ή αγαπητών προσώπων.
Russian (Dvoretsky)
ἀφῐλία: ἡ отсутствие друзей Arst., Plut.