λευκοθέα
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
German (Pape)
[Seite 33] ἡ, das Sehen des Weißen, bildet Plut. de virt. mor. 2, ὡς εἴ τις ἐθέλοι τὴν ὅρασιν ἡμῶν, λευκῶν ἀντιλαμβανομένην, λευκοθέαν καλεῖν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
état de celui qui voit blanc.
Étymologie: λευκός, θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
λευκοθέα: ἡ видение в белом цвете, восприятие белого Plut.