Φαέθουσα

From LSJ
Revision as of 11:14, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Phaéthousa, litt. « la brillante », fille d'Hélios.
Étymologie: *φαέθω.

English (Autenrieth)

daughter of Helius and Neaera, Od. 12.132†.

Greek Monolingual

η, Ν
μυθ.
1. κόρη του Ηλίου και της Νεαίρας ή της Ρόδης, αδελφή της Λαμπετίης και του Φαέθοντος
2. κόρη του Δαναού, μητέρα του Μυρτίλου, τον οποίο απέκτησε από τον Ερμή.

Russian (Dvoretsky)

Φᾰέθουσα:Фаэтуса (дочь Гелиоса и Неэры, нимфа) Hom.