κοτυλιαῖος

From LSJ
Revision as of 11:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλιαῖος Medium diacritics: κοτυλιαῖος Low diacritics: κοτυλιαίος Capitals: ΚΟΤΥΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kotyliaîos Transliteration B: kotyliaios Transliteration C: kotyliaios Beta Code: kotuliai=os

English (LSJ)

α, ον, A holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:— also written κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλιαῖος: -ον, χωρῶν ἢ περιλαμβάνων μίαν κοτύλην, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 420Α, Διογ. Λ. 2. 139, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la contenance d'un cotyle.
Étymologie: κοτύλη.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κοτυλιαίος, -αία, -ον και κοτυλιεῑος, -εία, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη του ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος»)
αρχ.
αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν κοτυλιαίου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -ιαῖος / -ιεῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος / μηνι-είος)].

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλιαῖος: емкостью в одну котилу (ποτήριον Diog. L.).