χερνίπτω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
German (Pape)
[Seite 1350] s. unter χερνίπτομαι.
French (Bailly abrégé)
d'ord. au Moy. χερνίπτομαι.
Greek Monolingual
Α
βλ. χερνίπτομαι.