πριστικός

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πριστικός Medium diacritics: πριστικός Low diacritics: πριστικός Capitals: ΠΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pristikós Transliteration B: pristikos Transliteration C: pristikos Beta Code: pristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for sawing, ξύλον Hero *Geom.4.10; τέχνη Eustr.in EN296.8.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + κατάλ. -τικός (πρβλ. καυσ-τικός)].