ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Full diacritics: πᾰλαίωμα | Medium diacritics: παλαίωμα | Low diacritics: παλαίωμα | Capitals: ΠΑΛΑΙΩΜΑ |
Transliteration A: palaíōma | Transliteration B: palaiōma | Transliteration C: palaioma | Beta Code: palai/wma |
ατος, τό, antiquity, in plural, LXX Jb.36.28, al.
[Seite 446] τό, das Altgemachte, das Alterthum, LXX.
πᾰλαίωμα: τό, τὸ γενόμενον παλαιόν, ἀρχαιότης, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛϚ΄, 28).
παλαίωμα, τὸ (Α) παλαιώ
η αρχαιότητα.