περίθλασις
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
εως, ἡ, crushing, contusion, Plu.2.609e. Herod.Med. ap.Orib.10.37.6, Sor.1.80, Gal.18(1).468.
German (Pape)
[Seite 577] ἡ, Quetschung, Plut. cons. ad ux. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περίθλᾰσις: ἡ, σύντριψις γύρωθεν, σύνθλασις, Πλούτ. 2. 609D, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser autour, contusion.
Étymologie: περιθλάω.
Russian (Dvoretsky)
περίθλᾰσις: εως ἡ ущемление или ушиб (τῆς θηλῆς Plut.).