περιαυγασμός
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Full diacritics: περιαυγασμός | Medium diacritics: περιαυγασμός | Low diacritics: περιαυγασμός | Capitals: ΠΕΡΙΑΥΓΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: periaugasmós | Transliteration B: periaugasmos | Transliteration C: periavgasmos | Beta Code: periaugasmo/s |
ὁ, halo, splendour, Dam.Pr.81.
περιαυγασμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Δαμασκ. π. Ἀρχ. σ. 227 Κομμ.
ὁ, Α περιαυγάζω
λάμψη, στιλπνότητα.