πλούταρχος
From LSJ
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
Full diacritics: πλούταρχος | Medium diacritics: πλούταρχος | Low diacritics: πλούταρχος | Capitals: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ |
Transliteration A: ploútarchos | Transliteration B: ploutarchos | Transliteration C: ploytarchos | Beta Code: plou/tarxos |
ον, fount, source of riches, of God, Ph.1.669.
[Seite 638] ὁ, Urheber des Reichthums, Philo.
πλούταρχος: -ον, ὁ κύριος πλούτου, Φίλων 1, 669.
ὁ, Α
(για τον θεό) ο κύριος του πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -αρχος].