πολύμαλος
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ον, v. πολύμηλος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμᾱλος: -ον, ἴδε ἐν λ. πολύμηλος.
English (Slater)
πολύμᾱλος
1 rich in fruit v. πολύμηλος.]
Greek Monolingual
-ον, Α
πλούσιος σε μήλα, σε καρπούς δέντρων («ἐν πολυμάλω Σικελίᾳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μαλος (< μᾶλον, δωρ. τ. του μῆλον «μήλο, καρπός, φρούτο»)].
Russian (Dvoretsky)
πολύμᾱλος: дор. = πολύμηλος.