προαγοράζω

From LSJ
Revision as of 15:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγοράζω Medium diacritics: προαγοράζω Low diacritics: προαγοράζω Capitals: ΠΡΟΑΓΟΡΑΖΩ
Transliteration A: proagorázō Transliteration B: proagorazō Transliteration C: proagorazo Beta Code: proagora/zw

English (LSJ)

buy beforehand, forestall, Cod.Just.12.37.19.2.

German (Pape)

[Seite 704] vorher laufen (?).

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγοράζω: ὡς καὶ νῦν, προαγοράζοντες τὰς προαγωγὰς Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 60, 7.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. αγοράζω από πριν εμπόρευμα ή προϊόν το οποίο πρόκειται να παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της ημέρας της συμφωνίας
2. αγοράζω προϊόν πριν από τη συγκομιδή του («το κράτος προαγόρασε σταφίδα»).