προκατεπείγω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
distress first, J.BJ1.19.6.
German (Pape)
[Seite 729] vorher drängen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προκατεπείγω: κατεπείγω πρότερον, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 19, 6.