προνοητεύω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
hold the office of προνοητής, CIG2639 (Cyprus).
Greek Monolingual
Α προνοητής
είμαι κυβερνήτης, διοικητής πόλης.