προσυλάκτησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, carping, Simp.in Ph.1182.38.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσυλακτῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσυλακτῶ
2. μτφ. ονειδισμός, προσβολή, συκοφαντία.
Full diacritics: προσῠλάκτησις | Medium diacritics: προσυλάκτησις | Low diacritics: προσυλάκτησις | Capitals: ΠΡΟΣΥΛΑΚΤΗΣΙΣ |
Transliteration A: prosyláktēsis | Transliteration B: prosylaktēsis | Transliteration C: prosylaktisis | Beta Code: prosula/kthsis |
εως, ἡ, carping, Simp.in Ph.1182.38.
-ήσεως, ἡ, Α προσυλακτῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσυλακτῶ
2. μτφ. ονειδισμός, προσβολή, συκοφαντία.