πωλητήρ
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: πωλητήρ | Medium diacritics: πωλητήρ | Low diacritics: πωλητήρ | Capitals: ΠΩΛΗΤΗΡ |
Transliteration A: pōlētḗr | Transliteration B: pōlētēr | Transliteration C: politir | Beta Code: pwlhth/r |
ῆρος, ὁ,= πωλητής, Ph.1.161; τοὶ π. τᾶν δεκατᾶν SIG241.195 (Delph., iv. B.C.).
πωλητήρ: ῆρος, ὁ, = πωλητής, Φίλων 1. 161.
-ῆρος, ὁ, Α
ο πωλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμη-τήρ)].