σιτοβολών
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (βάλλω) place for storing corn, granary, IG11 (2).287 A170 (Delos, iii B.C.), PSI4.358.9 (iii B.C.), LXX Ge.41.56, Ph.Bel.87.9, Gp.2.25.4; cf. βολεών:—also σῑτο-βολεῖον, τό, IG22.1281 (iii B.C.); σῑτο-βόλιον, τό, Men.193, Plb.3.100.4; σῑτό-βολον, τό, IPE12.32B48 (Olbia, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 885] ῶνος, ὁ, Ort, wo man Getreide aufschüttet, Scheuer, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοβολών: -ῶνος, ὁ, (βάλλω) τόπος πρὸς συσσώρευσιν σίτου, ἀποθήκη σίτου, Λατιν. horreum granarium, Φίλων Βελοπ. σ. 87, Γεωπ.· πρβλ. βολεών· ― οὕτω σῑτοβόλιον, τό, Πολύβ. 3. 100, 4· σῑτοβολεῖον, Μένανδρ. ἐν «Εὐν.» 6, σῑτόβολον, τό, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 48.