σκολυμώδης
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ες, like a σκόλυμος, φύλλον Thphr.HP7.4.5, cf. 9.12.2.
German (Pape)
[Seite 902] ες, von der Art, Gestalt des σκόλυμος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκολῠμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκόλυμον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7.4, 5.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σκόλυμος
όμοιος με το φυτό σκόλυμος («σκολυμῶδες φύλλον», Θεόφρ.).