σπονδοχόη
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ, vessel for offering libations, IG 11(2).110 (Delos, iii B.C.), al.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αγγείο για την προσφορά σπονδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + χοή (< χέω), πρβλ. οινο-χόη].