στάχι
From LSJ
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
Full diacritics: στάχι | Medium diacritics: στάχι | Low diacritics: στάχι | Capitals: ΣΤΑΧΙ |
Transliteration A: stáchi | Transliteration B: stachi | Transliteration C: stachi | Beta Code: sta/xi |
τό, a sort of vermilion, Theodos.Can.p.343H.
στάχι: -ιος, τό, εἶδος μίλτου, Χοιροβ. 1. 373.
(τό) :
espèce de vermillon.
Étymologie: DELG -.
(I)
το
(παλ. τ.) βλ. στάχυ.
(II)
τὸ, Α
είδος μίλτου.