συναγελισμός
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
ὁ, = -ασμός, Hippod. ap.Stob.4.1.94.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. συναγελασμός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. συναγελασμός.