συνανακίρνημι
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
mix up with, τινί τι S.E.P.3.59 (Pass.), cf. Hero Spir.1 Praef.p.14 S.:—also Pass. συνανακιρνάομαι, Alex.Aphr. in Metaph.35.21.
German (Pape)
[Seite 999] = συνανακεράννυμι, praes. pass. bei S. Emp. pyrrh. 3, 59.
Greek (Liddell-Scott)
συνανακίρνημι: ἀνακίρνημι, ἀναμιγνύω ὁμοῦ, συνανακεράννυμι, τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 59. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mai Coll. Vat. 8. 2, σ. 19· ― παθητ. τις τύπος συνανακιρνάομαι, εὕρηται παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 684Β.
Russian (Dvoretsky)
συνανακίρνημι: смешивать вместе: τῷ ὕδατι συνανακίρνασθαι Sext. раствориться в воде.