συνανακίρνημι

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανακίρνημι Medium diacritics: συνανακίρνημι Low diacritics: συνανακίρνημι Capitals: ΣΥΝΑΝΑΚΙΡΝΗΜΙ
Transliteration A: synanakírnēmi Transliteration B: synanakirnēmi Transliteration C: synanakirnimi Beta Code: sunanaki/rnhmi

English (LSJ)

mix up with, τινί τι S.E.P.3.59 (Pass.), cf. Hero Spir.1 Praef.p.14 S.:—also Pass. συνανακιρνάομαι, Alex.Aphr. in Metaph.35.21.

German (Pape)

[Seite 999] = συνανακεράννυμι, praes. pass. bei S. Emp. pyrrh. 3, 59.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακίρνημι: ἀνακίρνημι, ἀναμιγνύω ὁμοῦ, συνανακεράννυμι, τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 59. ― Μέσ., Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mai Coll. Vat. 8. 2, σ. 19· ― παθητ. τις τύπος συνανακιρνάομαι, εὕρηται παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 684Β.

Russian (Dvoretsky)

συνανακίρνημι: смешивать вместе: τῷ ὕδατι συνανακίρνασθαι Sext. раствориться в воде.