συντεταμένως

Revision as of 19:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv., (συντείνω) earnestly, eagerly, vigorously, Ar. Pl.325, Pl.Ap.23e, R.499a, Phlb.59a (in Pl. always with v.l. συντεταγμένως).

Greek (Liddell-Scott)

συντετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ συντείνω, συντόνως, μετὰ προθυμίας καὶ ζήλου, Ἀριστοφάν. Πλ. 325, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Πολ. 499Α, Φίληβ. 59Α (παρὰ Πλάτ. ἀείποτε μετὰ διαφ. γραφ. συντεταγμένως).

French (Bailly abrégé)

adv.
avec effort.
Étymologie: de συντεταμένος part. pf. Pass. de συντείνω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με προθυμία και ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταμένος του συντείνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

συντετᾰμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντείνω, με προθυμία, με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με σθένος, επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συντετᾰμένως:
1) поспешно, быстро (ἥκειν Arph.);
2) усердно, усиленно (ζητεῖν Plat.).

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of συντείνω
earnestly, eagerly, vigorously, Ar., Plat.