σωληνίζω
From LSJ
English (LSJ)
hollow out like a pipe, Ruf. ap. Orib.49.27.5; cf. σωληνόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
σωληνίζω: διακοιλαίνω ἢ σχηματίζω τι ἐν εἴδει σωλῆνος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 115Β, Ὀρειβάσ.· ― σωληνισμός, ὁ Ὀρειβάσ. 168 Mai.
Full diacritics: σωληνίζω | Medium diacritics: σωληνίζω | Low diacritics: σωληνίζω | Capitals: ΣΩΛΗΝΙΖΩ |
Transliteration A: sōlēnízō | Transliteration B: sōlēnizō | Transliteration C: solinizo | Beta Code: swlhni/zw |
hollow out like a pipe, Ruf. ap. Orib.49.27.5; cf. σωληνόομαι.
σωληνίζω: διακοιλαίνω ἢ σχηματίζω τι ἐν εἴδει σωλῆνος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 115Β, Ὀρειβάσ.· ― σωληνισμός, ὁ Ὀρειβάσ. 168 Mai.
Α σωλήν, -ῆνος]
δίνω σε κάτι το σχήμα σωλήνα.