φιλοσύντομος
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ον, loving brevity, Ph.2.351, Plu.2.511b, Gal.19.185 (Comp.), Sch.Hermog. in Rh.7 (1).105W.
German (Pape)
[Seite 1286] die Kürze liebend, Plut. de garrul. 17.
Greek (Liddell-Scott)
φῑλοσύντομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν συντομίαν, Πλούτ. 2. 511Β, Ρήτορες (Walz) 7. σ. 105.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la concision, la brièveté.
Étymologie: φίλος, σύντομος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει η συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σύντομος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοσύντομος: любящий сжатость (в выражениях) (σ. καὶ βραχυλόγος Plut.).