φιλόθρηνος

From LSJ
Revision as of 19:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόθρηνος Medium diacritics: φιλόθρηνος Low diacritics: φιλόθρηνος Capitals: ΦΙΛΟΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: philóthrēnos Transliteration B: philothrēnos Transliteration C: filothrinos Beta Code: filo/qrhnos

English (LSJ)

ον, fond of wailing, given to lamentations, Poll.6.202, Ptol.Tetr.71, Nonn. D.9.294.

German (Pape)

[Seite 1280] Klagen liebend, gern od. gewöhnlich klagend, γυναῖκες Nonn. D. 9, 294.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόθρηνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, Πολυδ. Ϛ΄, 202, Νόνν. Διονυσ. 9. 294· ― φιλοθρηνὴς παρὰ Μόσχ. 4. 66· εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημένον. ΙΙ. Παθ., ὁ συχνάκις θρηνούμενος, τύμβος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 44.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί συχνά, κλαψιάρης
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τον θρηνούν συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θρῆνος (πρβλ. ἀξιό-θρηνος)].