φλεβοτομέω
From LSJ
English (LSJ)
open a vein, bleed, Hp.Ulc.26, Aph.6.47, Arr.Epict. 2.17.9:—Pass., Hp.Aph.5.31, PPetr.2p.73 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1290] die Ader öffnen, zur Ader lassen, Medic. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φλεβοτομέω: τέμνω ἢ ἀνοίγω φλέβα. ― Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς φλεβοτομίαν, Ἱππ. Ἀφορ. 1254, κλπ.· ― ῥημ. ἐπίθ. -τομητέον, Ὀρειβάσ. ἐν Cocchi Chirurg. 157, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 11, τ. 14, σ. 445, 14.