φλόα
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
v. φλόος.
German (Pape)
[Seite 1292] metaplastischer acc. sing. zu φλόος, Nic.
Greek (Liddell-Scott)
φλόα: ἑτερόκλιτ. ἑνικὴ αἰτ. τοῦ φλόος, Νικ. Ἀλεξιφ. 302.