χαλκουργία
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ἡ, working in bronze, Poll.7.104.
German (Pape)
[Seite 1332] ἡ, das Arbeiten in Kupfer (?).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκουργία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ ἔργον τοῦ χαλκουργοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 104.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χαλκουργός
η τέχνη και το επάγγελμα του χαλκουργού.