χαρακτηρικός

From LSJ
Revision as of 20:07, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρακτηρικός Medium diacritics: χαρακτηρικός Low diacritics: χαρακτηρικός Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: charaktērikós Transliteration B: charaktērikos Transliteration C: charaktirikos Beta Code: xarakthriko/s

English (LSJ)

= χαρακτηριστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1336] zum Kratzen od. Eingraben dienend, D. Hal. öfter; adv., Eustath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηρικός: διάφ. γραφ. ἀντὶ χαρακτηριστικός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
χαρακτηριστικός.
επίρρ...
χαρακτηρικῶς Α
με χαρακτηρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. του χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, -ῆρος].