ψευδοδίπτερος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον, false dipteral, of a temple in which there is only one row of columns along the sides, though there is space left for two, Vitr.3.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοδίπτερος: -ον, ψευδὴς δίπτερος, δηλ. ναὸς ἔχων μόνον μίαν σειρὰν κιόνων κατὰ τὰς πλευράς, εἰ καὶ ὑπάρχει χῶρος ἱκανὸς διὰ δύο σειράς, Vitruv. 3.1.
Greek Monolingual
-η, -ο / ψευδοδίπτερος, -ον, ΝΑ
(για αρχαίο ναό) ο φαινομενικά δίπτερος, αυτός που περιβάλλεται από απλή σειρά κιόνων, η οποία όμως έχει το πλάτος διπλής σειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δίπτερος.