βεβάμεν
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Full diacritics: βεβάμεν | Medium diacritics: βεβάμεν | Low diacritics: βεβάμεν | Capitals: ΒΕΒΑΜΕΝ |
Transliteration A: bebámen | Transliteration B: bebamen | Transliteration C: vevamen | Beta Code: beba/men |
v. βαίνω.
βεβάμεν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
inf. pf.2 épq. de βαίνω.
βεβάμεν: [ᾰ], συγκεκ. τύπος αντί βεβήκαμεν, αʹ πληθ. παρακ. του βαίνω· ομοίως, βεβάναι αντί βεβηκέναι, βεβαώς αντί βεβηκώς.