βαλαντίδιον
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
βαλάντιον, βαλαντιοτομέω, βᾰλᾰνο-τόμος, v. βαλλ-.
German (Pape)
[Seite 428] τό, dim. von βαλάντιον, Eupol. bei Poll. 10, 151; Heliod. 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
βαλαντίδιον: (πιθ. (βάλλ), τό, ὑποκοριστ. τοῦ βαλλάντιον Εὔπολ. Αἰγ. 23 [-τῑ].
Spanish (DGE)
v. βαλλαντίδιον.