γλωσσοτομέω
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
cut out the tongue, ib.2 Ma.7.4:—Pass., Plu.2.849b.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσοτομέω: ἀποκόπτω τὴν γλῶσσαν, Πλούτ. 2. 849Β, Ἑβδ. (2 Μακκ. Ϛ΄,4).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. γλωσσοτομήσω;
couper la langue.
Étymologie: γλῶσσα, τέμνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. γλωττο- Hermipp.Hist.68b
cortar la lengua γλωσσοτομεῖν καὶ περισκυθίσαντας ἀκρωτηριάζειν τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν LXX 2Ma.7.4, ἐγλωσσοτόμησε τὴν παῖδα argumen.S. en POxy.3013.19 (II/III d.C.), cf. A.Andr.Gr.22.8, en v. pas., Hermipp.Hist.l.c.