δελφάκειος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, of a δέλφαξ, πλευρὰ δ. ribs of pork, Pherecr. 108.16, cf. Alex.124.2; ζωμός Dieuch. ap. Orib.4.6.1.
German (Pape)
[Seite 544] vom Ferkel od. Schwein, πλευρά Phereer. Ath. VI, 269 a (v. 16) u. Alexis IX, 383 c.
Greek (Liddell-Scott)
δελφάκειος: [ἅ], -ον, εἰς δέλφακα, εἰς χοιρίδιον ἀνήκων, πλευρὰ δ., πλευρὰ χοίρου, Φερεκρ. Μεταλλ. 1. 16.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
de lechón πλευρά Pherecr.113.16, ὄψον Alex.129.2, ζωμός Dieuch.14.6.
Greek Monolingual
δελφάκειος, -ον (Α) δέλφαξ
ο χοιρινός.