διαλωβάομαι
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
Dep. strengthened for λωβάομαι, Plb.11.7.2: pf. part. Pass., in pass. sense, Plu.Caes.68: metaph., δόξαι διαλελωβημέναι Id.2.986e.—Act. -λωβάω only late, Mich.in EN503.21.
German (Pape)
[Seite 588] dep. med., ganz verstümmeln, ἀναθήματα Pol. 11, 4; διαλελωβημένος, verderbt, verschlechtert, Plut., z. B. σῶμα πληγαῖς Caes. 58.
Greek (Liddell-Scott)
διαλωβάομαι: ἀποθ., ἐπιτεταμ. τοῦ λωβάομαι, Πολύβ. 11. 4, 1, κτλ.·-μετοχ. παθ. πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., Πλούτ. Καίσ. 68, κτλ.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. Mich.in EN 503.21]
1 destruir, mutilar τὸ ὅλον σῶμα Did.in D.13.12, cf. Orac.Sib.12.66, Chrys.M.55.353, en v. pas. τὸ σῶμα ... ταῖς πληγαῖς διαλελωβημένον Plu.Caes.68, τῶν ἐκ τῆς χαλεπῆς νόσου διαλωβηθέντων Gr.Nyss.Paup.2.113.28
•fig. pervertir en v. pas. διαλελωβημέναι δόξαι opiniones pervertidas Plu.2.986e.
2 profanar, ultrajar las ofrendas de un santuario, Plb.11.7.2, τὰ μὲν πυρί, τὰ δὲ σιδήρῳ διελωβᾶτο τῶν ἱερῶν Str.17.1.27, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.45.9, τὸν ὑγιαίνοντα τῆς πίστεως λόγον Gr.Nyss.Maced.89.8
•vilipendiar τὴν τοῦ Παρμενίδου πραγματείαν Procl.Theol.Plat.1.38.24.
Greek Monotonic
διαλωβάομαι: αποθ., επιτετ. τύπος αντί λωβάομαι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαλωβάομαι:
1) быть обезображиваемым или быть развращаемым (διαλελωβημέναι δόξαι Plut.);
2) обезображивать, увечить (ἀναθήματα Polyb.; σῶμα πληγαῖς Plut.).
Middle Liddell
[Dep. strengthened for λωβάομαι Plut.]