διεισδύνω
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
or διεισδύω, go into and through, [τὴν γῆν] Alex.Aphr.Pr. 1.127; εἰς τοὺς πόρους ib.2.76, cf. Phlp.in Mete.93.37, al.
German (Pape)
[Seite 618] (s. δύνω), durch- u. hineingehen in etwas, τί, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεισδύνω: διεισδύομαι εἰς, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2, σ. 330, 5.
Spanish (DGE)
penetrar en c. ac. (τὴν γῆν) Alex.Aphr.Pr.1.127, διεισδῦναι τοὺς πόρους Phlp.in Cat.35.30, εἰς τοὺς πόρους Alex.Aphr.Pr.2.76
•abs. penetrar ἡ χολὴ ... διεισέρχεται καὶ διεισδύνει Steph.in Hp.Progn.204.6.