δολιχόπους
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, = δολιχήπους.
German (Pape)
[Seite 654] ουν, ποδος, = δολιχήπους?.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = δολιχήπους.
Full diacritics: δολῐχόπους | Medium diacritics: δολιχόπους | Low diacritics: δολιχόπους | Capitals: ΔΟΛΙΧΟΠΟΥΣ |
Transliteration A: dolichópous | Transliteration B: dolichopous | Transliteration C: dolichopous | Beta Code: dolixo/pous |
ὁ, ἡ, πουν, τό, = δολιχήπους.
[Seite 654] ουν, ποδος, = δολιχήπους?.
δολῐχόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = δολιχήπους.